- γλαρώνω
- αμετ.1) слипаться (о глазах); 2) см. γαληνεύω 2; 3) дремать, клевать носом; 4) смотреть с нежностью, сладострастием
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλαρώνω — γλαρώνω, γλάρωσα, γλαρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλαρώνω — 1. γαληνεύω, ηρεμώ 2. έχω τάση για ύπνο, νυστάζω 3. αποκοιμιέμαι, βυθίζομαι στον ύπνο 4. (μτβ.) κοιτάζω με τρυφερότητα, γλυκοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιλαρώνω < μτγν. ιλαρώ «χαροποιώ, φαιδρύνω»] … Dictionary of Greek
γλαρώνω — γλάρωσα, γλαρωμένος, νυστάζω, με πιάνει υπνηλία: Γλαρώσανε τα μάτια μου από την κούραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαρώνω — γλαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαρώνω*] … Dictionary of Greek
γλάρωμα — το [γλαρώνω] 1. τάση για ύπνο, νύστα 2. πληθ. τα γλαρώματα τα σκέρτσα, τα λιγώματα … Dictionary of Greek